- κατσάβραχα
- [кацавраха] ουσ. о.
Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь). 2014.
Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь). 2014.
κατσάβραχα — τα βραχώδες έδαφος: Δεν μπορείς να περπατάς με τακούνι πάνω στα κατσάβραχα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κατσάβραχα — τα τραχύ και βραχώδες έδαφος. [ΕΤΥΜΟΛ. Κατά μία άποψη < *ακανθά βραχα, κατ άλλη από *κατά βραχα] … Dictionary of Greek